Η Χαρίκλεια Μανουσάκη απαντά σε ερωτήσεις για τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις

Ποιες είναι, οι προσδοκίες των συντρόφων κατά την εκκίνηση του στενού διαπροσωπικού δεσμού;

Στον στενό διαπροσωπικό δεσμό, ο κάθε σύντροφος επιθυμεί να βιώσει μία συναισθηματική εμπειρία που θα ξεκινήσει με την ερωτική έλξη και με την πάροδο του χρόνου θα αποτελέσει πηγή παρηγοριάς, στήριξης και στοργικότητας. Σε έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό, οι ανάγκες κάθε συντρόφου εκφράζονται και ικανοποιούνται, ώστε μέσα από το συναισθηματικό μοίρασμα, οι σύντροφοι συγκροτούν ένα θετικά επενδεδυμένο «εμείς». Η καλή επικοινωνία κι η αμοιβαία κατανόηση διευρύνουν το πεδίο συνάντησης των συντρόφων κι έτσι η έννοια της οικειότητας αποκτά ένα πρόσθετο νόημα όσον αφορά την αγάπη και τον έρωτα, ως μια διαδικασία ανάπτυξης ασφαλούς συναισθηματικού δεσμού μεταξύ των συντρόφων.

Ποιοι παράγοντες οδηγούν στον κλονισμό ενός ερωτικού δεσμού;

Είναι δύσκολο να δοθεί μία ολοκληρωμένη και πλήρης απάντηση, λόγω της ποικιλίας των συναισθημάτων που βιώνουν οι σύντροφοι στον ερωτικό δεσμό. Οι παράγοντες που οδηγούν στον κλονισμό μίας σχέσης έχουν, πρωτίστως, να κάνουν με την έλλειψη ή τη δυσκολία στην επικοινωνία (π.χ. απών, αμέτοχος, επικριτικός σύντροφος κ.α.). Από μόνη της η μειωμένη επικοινωνία οδηγεί στη συναισθηματική απομάκρυνση των συντρόφων και καθώς δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες τους, ξεκινούν να επιρρίπτουν ευθύνες και να αποδοκιμάζουν ο ένας στον άλλον. Αυτό, συνεπάγεται την εστίαση στα αρνητικά σημεία των συντρόφων, εγκλωβίζοντας τη σχέση σε επαναλαμβανόμενους αρνητικούς κύκλους, που εάν χρονίσουν, θα μειώσουν την ικανοποίηση και το νόημα της ερωτικής σχέσης.

Μπορεί να ανατραπεί το αρνητικό κλίμα σε μία σχέση;

Τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς που χρειάζονται να διαπνέουν τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, είναι η αμοιβαία κατανόηση, η ευαισθησία, η ανταπόκριση, η διαπραγματευτική ικανότητα στην ανάγκη για ατομικότητα, χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα που δημιουργούν έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό. Αυτού του είδους η συμπεριφορά, βρίσκεται στον κύκλο της καλής διαπροσωπικής επικοινωνίας, ενώ η έλλειψη της μπορεί να οδηγήσει σε ανικανοποίητες ανάγκες για εγγύτητα κι ασφάλεια. Ο δεσμός που είναι οργανωμένος με σταθερό, προβλέψιμο, κατανοητό και στοργικό συναισθηματικό τόνο, έχει θετικό αντίκτυπο στο ζευγάρι, καθώς προάγει και καλύπτει τις συναισθηματικές ανάγκες των συντρόφων. Θα ήταν καλό κάθε σύντροφος να επενδύει θετικά στη σχέση, εκφράζοντας τρυφερά την φροντίδα, την προσοχή και το ενδιαφέρον του, επικοινωνώντας σωματικά τη στοργή του και υποστηρίζοντας κοινωνικά τον σύντροφο του.

Που έχει τις ρίζες της η αρνητική συμπεριφορά ανάμεσα σε δύο συντρόφους;

Κυρίως στην βρεφική ηλικία: όταν ο συναισθηματικός δεσμός παιδιού και του προσώπου φροντίδας (συνήθως της μητέρας) είναι ασφαλής, αυτό έχει θετικές επιδράσεις στη γενικότερη συναισθηματική και κοινωνική του πορεία κι ανάπτυξη. Τα παιδιά με ασφαλή δεσμό διαθέτουν συναισθήματα εσωτερικής ασφάλειας, έχουν περισσότερες κοινωνικές δεξιότητες και ικανότητα προσέγγισης άλλων προσώπων. Αντίθετα, όταν ο συναισθηματικός δεσμός βρέφους και προσώπου φροντίδας είναι ανασφαλής, αυτό αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, ενώ στις διαπροσωπικές του σχέσεις έχει δυσκολίες, λόγω των τάσεων εκδήλωσης θυμού ή/και φόβου απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Επιπλέον, οι πρώιμες εμπειρίες ενός παιδιού, δημιουργούν και διαμορφώνουν τα νευρωνικά κυκλώματα που ρυθμίζουν τη συγκίνηση, τη συμπεριφορά, τη διαπροσωπική σύνδεση, τη μνήμη και τη μάθηση. Οι επαναλαμβανόμενες, συνεπώς, εμπειρίες ενός βρέφους επιδρούν στην ανάπτυξη περιοχών και δομών του εγκεφάλου, σημαντικών για τη ρύθμιση της διάθεσης και της συμπεριφοράς. Ο εγκέφαλος, με τις ρυθμιστικές του λειτουργίες, εμπλέκεται σε ένα σύστημα κοινωνικής συναλλαγής με το περιβάλλον. Οι αλληλεπιδράσεις των πρώτων χρόνων ζωής προδιαγράφουν την ικανότητα του βρέφους να ρυθμίζει τον εαυτό του σε περίπτωση αναστάτωσης (αυτορρύθμιση), ενορχηστρώνοντας τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του στα διάφορα ερεθίσματα.

Συμπερασματικά, οι επαναλαμβανόμενες θετικές κι αρνητικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, διαμορφώνουν τις νοητικές εκείνες αναπαραστάσεις που αργότερα αποτελούν τη βάση της ενδογενούς μνήμης, διαμορφώνουν την αντίληψη του εαυτού και καλλιεργούν αξίες και ιδανικά, καθώς και τον τρόπο που συνδεόμαστε με το περιβάλλον και τους άλλους ανθρώπους.

Πως, λοιπόν, επηρεάζεται θετικά η επίγνωση του εαυτού, ώστε να στηριχθεί η βιωσιμότητα μίας σχέσης;

Με το να ζούμε στο παρόν, χωρίς εναγκαλισμούς με το παρελθόν και χωρίς ανάγκη για πρόγνωση του μέλλοντος. Με το να παρατηρούμε ήρεμα κι αντικειμενικά την εμπειρία του «εδώ και τώρα», με το να είμαστε σε επαφή με την πραγματικότητα και με το να μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στις εσωτερικές μας διεργασίες, σκέψεις, αναμνήσεις, καθώς και τις πληροφορίες που προέρχονται από το περιβάλλον μας. Η ήρεμη παρατήρηση, μας βοηθά στην διαδικασία ανάγνωσης και ενεργητικής συμμετοχής στην εμπειρία των σχέσεών μας, επιτρέποντας τη συνειδητότητα και την ενσυναίσθηση.

Ακόμα κι όταν τραυματικές εμπειρίες εμποδίζουν την έμφυτη προδιάθεση μας για ολοκλήρωση του εαυτού μας, μπορούμε, εστιάζοντας στο παρόν να ανακαλύψουμε τα ψυχικά εκείνα μονοπάτια που θα μας επιτρέψουν τη θετική ανάπτυξη κι εξέλιξη του εαυτού και του συντρόφου μας.

Το κλειδί για υγιείς στενές διαπροσωπικές σχέσεις, είναι η διατήρηση και βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των συντρόφων, ώστε να εντοπιστεί ο αρνητικός, φαύλος, κύκλος που ανατροφοδοτεί το πρόβλημα, ώστε το ζευγάρι, απελευθερωμένο από αυτόν θα οδηγηθεί στη θετική συνύπαρξη.

Όταν η συμμαχία ενός ζεύγους είναι εδραιωμένη, μπορούν να διερευνηθούν εις βάθος, οι δυναμικές της σχέσης, η εξέλιξη της στο χρόνο, η οπτική με την οποία οπτική βιώνουν την καθημερινή πραγματικότητα κι οι εξωγενείς παράγοντες που τείνουν να δημιουργούν συγκρούσεις.

Η καλή επικοινωνία, βοηθά στην εδραίωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης που καλλιεργεί τη συναισθηματική ανθεκτικότητα εκάστοτε συντρόφου, με σκοπό να παραμείνει κοινωνός στη διεργασία της συζήτησης και στην εξερεύνηση ζητημάτων και προβλημάτων που τυχόν υφίστανται στο πλαίσιο της σχέσης. Ο διάλογος, γύρω από καθημερινές φροντίδες, μπορεί να αποτελέσει πηγή οικειότητας κι επαφής, βοηθώντας το ζευγάρι να αντιμετωπίσει από κοινού εμπόδια με θετικό τρόπο, θρέφοντας τη σχέση, την προσιτότητα, την κατανόηση και την ανταπόκριση.

Η σχέση, σε νέα θεμέλια, γίνεται ασφαλές καταφύγιο, αλλά και αφετηρία για τη διαχείριση προβλημάτων και για μία ευτυχισμένη κοινή πορεία στο μέλλον.

Χαρίκλεια Μανουσάκη

Comments

comments